φερετροποιείο(ν)

φερετροποιείο(ν)
το мастерская гробовщика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φερετροποιείο(ν)" в других словарях:

  • φερετροποιείο — το, Ν εργαστήριο και κατάστημα φερετροποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φερετροποιός. Η λ., στον λόγιο τ. φερετροποιεῖον, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Αστυ] …   Dictionary of Greek

  • φερετροποιείο — το το εργαστήριο ή το κατάστημα του φερετροποιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»